Αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, αρθρογραφία και άμεση ενημέρωση, με όλα τα τελευταία νέα και ειδήσεις για την Οικονομία, τις Επιχειρήσεις, το Χρηματιστήριο, το Bitcoin, τις πολιτικές εξελίξεις και τον πολιτισμό
Άρθρα

Ποιοι και γιατί δανείζουν την Ελλάδα με αρνητικά επιτόκια

Αναρωτιούνται πολλοί. Πώς γίνεται να δανείζει κάποιος για ένα τρίμηνο την Ελληνική Δημοκρατία και για κάθε ένα εκατ. ευρώ που δίνει να παίρνει πίσω 999.200 ευρώ; Μια δεύτερη απορία, η οποία επίσης εκφράζεται από πολλούς, είναι το ποιοι είναι εκείνοι που δέχονται πρόθυμα να δανείσουν βραχυπρόθεσμα τη χώρα μας με αρνητικά επιτόκια.

Στο διεθνές σκηνικό, καιρό τώρα, η θεωρούμενη ως ακραία ή και «διαστροφική» εκδοχή των αρνητικών επιτοκίων έχει γίνει μια πεζή πραγματικότητα. Καθώς τα κρατικά ομόλογα με αποδόσεις κάτω του μηδενός, παρά την πρόσφατη σμίκρυνση  του όγκου τους, βρίσκονται τώρα στα θηριώδη επίπεδα των 12 τρισ. δολαρίων. Απόρροια της στρεβλωτικής μεν αλλά κυρίαρχης τάσης που χαρακτηρίζει την πλεονάζουσα ρευστότητα.  Για την οποία φαίνεται να προέχει το «δόγμα» που λέει ότι «ο μέγας εχθρός του φτηνού είναι το ακόμη φτηνότερο».

Το Ελληνικό Δημόσιο μπήκε κι αυτό  για πρώτη φορά στο «κλαμπ» των αρνητικών επιτοκίων στις 9 του μηνός του περασμένου Οκτωβρίου. Για βραχυπρόθεσμες εκδόσεις, που βέβαια δεν έχουν το ίδιο «ειδικό βάρος» με  τα ομόλογα μεγαλύτερου χρονικού ορίζοντα. Το ουσιώδες είναι ότι η απόδοση για τα έντοκα γραμμάτια διάρκειας 13 εβδομάδων (τρίμηνα) διαμορφώθηκε τότε στο -0,02%. Μάλιστα το ύψος των προσφορών ξεπέρασε το ένα δισ., για να αντληθούν εν τέλει 487,5 εκατ. ευρώ.

Κεφάλαια 600 εκατ. ευρώ στο  τελευταίο τρίμηνο έντοκο

Πριν από λίγο διάστημα, στις 6 Νοεμβρίου, το νέο τρίμηνο έντοκο βγήκε στο -0,08%. Που σημαίνει ότι και πάλι η Ελλάδα… πληρώθηκε για να δανειστεί βραχυπρόθεσμα. Πήρε μάλιστα 487,5 εκατ. ευρώ, αλλά λόγω της ζήτησης που εκφράστηκε μετά από τον καθορισμό της τιμής έκδοσης, τα συνολικά αντληθέντα κεφάλαια έφτασαν στα 600 εκατ. ευρώ… Το επιπλέον χρήμα ήρθε από το εξωτερικό, ενώ, όπως αναφέρεται από καλά πληροφορημένες πηγές, οι ξένοι «παίκτες» ήταν εκείνοι που, κατά 95%, απορρόφησαν και το αρχικό «κομμάτι» της έκδοσης.

Αναμφίβολα η Ελλάδα έχει κάνει βήματα προόδου σε σχέση με το «τραυματικό» της παρελθόν στη διάρκεια της κρίσης. Το ρίσκο της χώρα έχει απομειωθεί ραγδαία, ενώ οι προοπτικές της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τη φιλοεπενδυτική πολιτική της νέας κυβέρνησης, αντικατοπτρίζονται και στη βαθμιαία ενίσχυσης της εμπιστοσύνης που δείχνουν οι αγορές. Κάτι που άλλωστε αποτυπώνεται ανάγλυφα και στην καθοδική πορεία των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.

Γιατί όμως το χρήμα ήρθε στα αρνητικά επιτόκια των τριμηνιαίων εντόκων;

Εκείνοι που γνωρίζουν τα «ντεσού» των αγορών έχουν την αφοπλιστική εξήγηση: «Το αρνητικό επιτόκιο του 0,08% είναι σαφώς καλύτερο από το -0,50% και -0,60% που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την υποδοχή καταθέσεων… Με συνέπεια και η Ελλάδα που έχει βελτιώσει το οικονομικό ‘’προφίλ’’ να γίνεται αποδέκτης της υπερβάλλουσας ρευστότητας που υπάρχει εκεί έξω».

Κατ’ ουσίαν όλα αυτά τα κεφάλαια «στοκάρονται» και δεν επενδύονται με την κλασική έννοια του όρου, που προϋποθέτει αποδόσεις. Είναι δηλαδή σαν να παραμένουν σε εφεδρεία, πληρώνοντας φύλακτρα.  Και τούτο καθώς δεν υπάρχει ζήτηση για αναδοχή περισσότερου ρίσκου, τουλάχιστον σε αυτήν τη μεταβατική φάση των αγορών παγκοσμίως. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα δεν είναι φυσικά σε… φυσικό χρήμα, αλλά σε λογιστική μορφή. Κινούμενη κατά το δοκούν, μέσω των ηλεκτρονικών λογαριασμών. Συνεπώς, δεν μπορεί να βρει έδαφος το ενδεχόμενο να μετατραπεί σε μετρητά όλη αυτή η ρευστότητα και να βγει εκτός συστήματος, προκειμένου να αποφύγει τα αρνητικά επιτόκια…

Ανεξαρτήτως αυτών και σε ό,τι αφορά τα ελληνικά, τρίμηνα έντοκα γραμμάτια, η εγχώρια συμμετοχή εκφράστηκε κατά κύριο λόγο από τις τράπεζες. Οι οποίες κι αυτές έχουν αρνητικότερο κόστος για τη λιμνάζουσα ρευστότητα, από εκείνο της βραχυπρόθεσμης τοποθέτησης στα έντοκα. Από την άλλη πλευρά, οι ξένοι που έβαλαν και το περισσότερο χρήμα, ήταν κατά βάση  επενδυτικές τράπεζες, καθώς επίσης και διαχειριστές χαρτοφυλακίων.

Ούτως ή άλλως το γενικότερο ζήτημα των αρνητικών επιτοκίων εγείρει πολλές συζητήσεις, για το που μπορεί να οδηγήσει και τι είδους παρενέργειες ενδέχεται να επιφέρει στο εγγύς μέλλον. Ειδικά μάλιστα όταν αυτές οι αρνητικές αποδόσεις δεν αντανακλούν και δεν αποτυπώνουν ορθολογικά τις πραγματικές δυνατότητες των οικονομιών. Διότι ακόμη και για τις στιβαρές χώρες, το ρίσκο δεν μπορεί να είναι κάτω του μηδενός, μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Προφανώς και σε αυτήν την περίπτωση, για το τι μέλλει γενέσθαι με τα αρνητικά επιτόκια ισχύει το «κάνε με προφήτη για να σε κάνω πλούσιο»…

Με τα τωρινά δεδομένα βεβαίως, το συγκριτικό πλεονέκτημα το έχουν οι δανειζόμενοι, ανάμεσα στους οποίους και η Ελλάδα που καρπώνεται κι αυτή τα οφέλη.