• Οικονομία

    Εκτιμήσεις-σοκ από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Κλείνουν οι αγορές, κίνδυνος εκτροχιασμού της οικονομικής πολιτικής

    • NewsRoom
    βουλή


    Από επιφυλακτικά μέχρι τρομακτικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα μηνύματα που στέλνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή μέσα από την έκθεσή του για το β’ τρίμηνο του έτους, αφού προειδοποιεί ότι οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το μνημόνιο θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι, με τη χώρα να βρίσκεται στο… μικροσκόπιο των αγορών, ενώ φέτος δεν υπάρχει περιθώριο παροχών.

    Όπως σημειώνεται, ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ φέτος είναι επιτεύξιμος με βάση τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου, αλλά οι επιδόσεις προς το παρόν δεν είναι τέτοιες που να διασφαλίζουν τη διανομή μερίσματος, όπως συνέβη τα προηγούμενα χρόνια.

    Μετά την έξοδο δεν πρέπει να σταλούν μηνύματα για αλλαγή κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής, γιατί η Ελλάδα θα βρίσκεται στο μικροσκόπιο των αγορών, τόνισε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης, παρουσιάζοντας την έκθεση του Γραφείου για το β’ τρίμηνο του έτους.

    Οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το πρόγραμμα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων της αγοράς, τονίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού, συστήνοντας να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος.

    Στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού παρατηρεί επίσης ότι οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές με τον ρυθμό μεγέθυνσης να είναι θετικός, την απασχόληση και τις αμοιβές της εργασίας να αυξάνονται, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να είναι σχετικά ισορροπημένο και την εκτέλεση του προϋπολογισμού να είναι εντός στόχων.

    Όπως σημειώνεται, λιγότερο ευνοϊκή είναι η εικόνα της ανεργίας που δεν μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο και του πληθωρισμού που παραμένει χαμηλός, αν και σε θετικό έδαφος. Την ίδια περίοδο καταγράφηκαν θετικές εξελίξεις στις μεταβλητές αποθεμάτων: τόσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όσο και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογούμενων προς την εφορία κατέγραψαν μικρή μείωση, ωστόσο οι ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές οφειλές αυξήθηκαν.

    Η πλέον σημαντική εξέλιξη σύμφωνα με την έκθεση, είναι η συμφωνία που επιτεύχθηκε για το χρέος στο Eurogroup στις 21 Ιουνίου 2018, καθώς η εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνιστά αποφασιστικό βήμα για την διασφάλιση της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους από τις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους.

    Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup εμπεριέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους, καθώς αναφέρει ρητά ότι θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα εφόσον χρειαστούν μετά το 2032. Τονίζεται επίσης ότι οι μακροπρόθεσμες αμφιβολίες που εκφράζονται στην έκθεση του ΔΝΤ ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές και να καθυστερήσουν την αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης.

    Χαρακτηρίζοντας κρίσιμους τους μήνες αμέσως μετά τη λήξη του προγράμματος, το Γραφείο Προϋπολογισμού υπογραμμίζει ότι οι όποιες κινήσεις εξόδου στις αγορές θα πρέπει να είναι καλοσχεδιασμένες και προσεκτικές, δεδομένων τόσο της ύπαρξης σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεματικών ασφαλείας όσο και των κινδύνων επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος σε περίπτωση σχετικά υψηλών επιτοκίων λόγω αναταραχών στις διεθνείς αγορές. Εκτιμά, δε, ότι το βάρος της οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα θα πρέπει να στραφεί στα ζητήματα που καθορίζουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

    Ο εξωγενής παράγοντας

    Το δεύτερο εξάμηνο είναι όμως πολύ κρίσιμο και αναφορικά με τις διεθνείς εξελίξεις. Στην έκθεση γίνεται ειδική αναφορά στην πορεία των ομολόγων με σαφείς προειδοποιήσεις για τους εξωγενείς κινδύνους.

    Όπως αναφέρεται, μετά την απόφαση του Eurogroup καταγράφηκε αρχικά μια σταδιακή αποκλιμάκωση των αποδόσεων των δεκαετών τίτλων του ελληνικού κράτους, λίγο κάτω από 4% και κοντά στα επίπεδα που βρίσκονταν στις αρχές του έτους.

    Η αποκλιμάκωση αυτή αντιστράφηκε στη συνέχεια, κυρίως λόγω της ανησυχίας στις διεθνείς αγορές σχετικά με τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ιταλίας εν όψει της κατάρτισης του Προϋπολογισμού της χώρας για το 2019 και εν μέσω αμφιβολιών περί της διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας.

    Ως αποτέλεσμα, η απόδοση των δεκαετών τίτλων του ελληνικού κράτους υπερέβη και πάλι το 4%, καταδεικνύοντας τις σημαντικές προκλήσεις της μετά το πρόγραμμα περιόδου και τη σημασία της συνέχισης άσκησης χρηστής και συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

    Παρά την αποκλιμάκωσή τους, οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων παραμένουν σημαντικά υψηλότερες από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Η διαφορά από τους γερμανικούς τίτλους από 364 μονάδες βάσης στις αρχές του έτους έχει διαμορφωθεί στις 350, ενώ από τους πορτογαλικούς τίτλους η διαφορά από 210 μονάδες βάσης έχει διαμορφωθεί στις 221 μονάδες. Η διαφορά από την Ιταλία έχει μειωθεί από τις 201 μονάδες στην αρχή του έτους στις 122 αλλά αυτό οφείλεται στην αύξηση των αποδόσεων των ιταλικών δεκαετών τίτλων.

    Το γραφείο αναφέρει ότι υπάρχουν δύο σενάρια για το μέλλον:
    • Στο θετικό σενάριο θα υπάρξει περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων και σταδιακή μείωση της διαφοράς από τις αποδόσεις παρόμοιων χωρών της Ευρωζώνης.

    • Στο αρνητικό σενάριο οι αγορές θα διατηρήσουν της επιφυλακτικότητά τους απέναντι στην Ελλάδα με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να παραμείνουν λίγο-πολύ σταθερές στα σημερινά επίπεδα ή στην χειρότερη περίπτωση να αυξηθούν.

    Ο παράγοντας χρέος

    Το Γραφείο, αναφερόμενο στην βιωσιμότητα του χρέους αναφέρει ότι η ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων στο μέλλον θα πρέπει να καλύπτει κινδύνους όπως:

    • Η αβεβαιότητα γύρω από την ικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να διατηρήσουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετές δεκαετίες και τι επίδραση μπορεί να έχει αυτό στο κόστος δανεισμού.

    • Κίνδυνοι που συνδέονται με την μεγέθυνση της οικονομίας όπως η γήρανση του πληθυσμού και η εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας (Total Factor Productivity – TFP).

    Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως επισημαίνει, πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η διασφάλιση της ομαλής και με χαμηλό κόστος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό, κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού, θα επιτρέψει τη σταδιακή αποκατάσταση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα και αναμένεται να οδηγήσει σε ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη. Σε διαφορετική περίπτωση προειδοποιεί πως, όπως έχουν δείξει διεθνείς μελέτες (π.χ. ΔΝΤ), η απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης και πιο αναιμική ανάκαμψη κατά την οποία επηρεάζονται αρνητικά οι επιχειρήσεις, οι κλάδοι και οι δραστηριότητες (π.χ. επενδύσεις) που βασίζονται σε εξωτερική χρηματοδότηση.

    Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, τo πλέον βασικό ζητούμενο σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η συνέχιση της αποκλιμάκωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών που θα τους επιτρέψει να παρέχουν περισσότερη ρευστότητα στην οικονομία. Επιπρόσθετα, πρέπει επίσης να διασφαλιστεί η πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, η συνέχιση του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, η διαμόρφωση ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις και η πλήρης άρση των κεφαλαιακών περιορισμών. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες υπάρχει δέσμευση των επενδυτών για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου που εκτείνεται σε βάθος χρόνου.

    Μακροπρόθεσμα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η πλέον κρίσιμη οικονομική μεταβλητή είναι η παραγωγικότητα της εργασίας που έχει μειωθεί δραματικά στη διάρκεια της κρίσης. Τονίζεται πως η χώρα μας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας οφείλεται στην ταχύτερη μείωση των μισθών από την παραγωγικότητα. Η εξέλιξη αυτή, εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού, ίσως να βοήθησε στην ενίσχυση των εξαγωγών αγαθών (αν και όχι υπηρεσιών) στην περίοδο της κρίσης. Μακροχρόνια όμως, όπως συμπληρώνει, ένα σενάριο συνεχούς μείωσης της παραγωγικότητας με τους μισθούς να συμπιέζονται όλο και περισσότερο προκειμένου να διατηρηθεί χαμηλά το μοναδιαίο κόστος εργασίας, δεν είναι βιώσιμο. Αντίθετα, εκτιμάται ότι η μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση και η αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών απαιτούν τη σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, ο ρυθμός μεταβολής της οποίας θα πρέπει να αποτελεί το όριο αυξήσεων στους μισθούς.

    Μάνδρα και Μάτι υποδηλώνουν αδύναμο κράτος

    Ύπαρξη αδυναμιών στον κρατικό μηχανισμό διαπιστώνει εξάλλου το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, αναφερόμενο στις πλημμύρες στη Μάνδρα και στις πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική. Στην έκθεσή του για το β’ τρίμηνο του 2018, επισημαίνει ότι ένας βασικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχει το κράτος προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

    Όπως παρατηρεί, τα πρόσφατα καταστροφικά γεγονότα στην Αττική (πλημμύρες στη Μάνδρα, πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική) που οδήγησαν σε απώλεια ανθρώπινων ζωών υποδηλώνουν την ύπαρξη αδυναμιών στον κρατικό μηχανισμό. Τονίζει, δε, ότι πέρα από τα προβλήματα στην οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, πολλά από αυτά τα προβλήματα οφείλονται και στις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους όπως η έλλειψη εθνικού κτηματολογίου και κατάλληλου χωροταξικού σχεδιασμού.

    Συνολικά, κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των υπηρεσιών της κεντρικής διοίκησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, των δημόσιων επιχειρήσεων και των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών αποτελεί προαπαιτούμενο για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους, τη διασφάλιση της καλύτερης λειτουργίας των αγορών και την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας. Κάτι τέτοιο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, θα έχει ως αποτέλεσμα, πέρα από την προστασία των συμφερόντων των πολιτών, την ουσιαστική άνοδο του μακροπρόθεσμου δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς η ποιότητα της διακυβέρνησης και η αποτελεσματικότητα των κρατικών θεσμών συνδέονται με υψηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης.



    ΣΧΟΛΙΑ