• LIFE&STYLE

    Χρήστος Σιμαρδάνης: Αντίο σε έναν αλεξανδρινό ωραίο άνθρωπο…


    Ένα δείπνο για τους δυό μας, στο ρεστοράν με τα θαλασσινά στο ισόγειο του Χίλτον. Η υπνωτιστική του φωνή, λέει, ιστορίες ζωής με πόνο από κάτω, αλλά σα να διηγείται παραμύθι σε παιδιά, απαλύνει το κακό, με μια υπόνοια πως όλα θα τελειώσουν με το «ζούσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».

    Δεν έγινε έτσι! Και η βεβαιότητα πως η ζωή μας φυλάει πολλά ακόμα βράδια με κολονάτα ποτήρια να λένε «γεια σου» με λευκό, δροσερό κρασί και τα γέλια να μπλέκονται με τον ήχο απ τα παγάκια και τα θροϊσματα απ τα λευκά τραπεζομάντηλα, πάνε, πια, κηρυγμένα ως αδύνατα από τη σκληρή, θνητή, αδυσώπητη ανθρώπινη μας φύση.

    Ο Χρήστος Σιμαρδάνης, εκείνο το βράδυ, τόσα χρόνια πριν, με ευγένεια και αρχοντιά, για το λογαριασμό του παλιού Down Town, είχε πει ότι δεν τον αφορούσε να παίζει κρυφτό με την αλήθεια του, σοκάροντας ένα περιβάλλον που αγαπά την υποκρισία χωρίς τούτη, ούτε μια στιγμή να συνδέεται με την υψηλή τέχνη της ηθοποιίας. Χωρίσαμε ξημερώματα και τέτοιες ώρες μιλάγαμε μια περίοδο στο facebook. Μετά από δουλειές, θέατρα και γυρίσματα για αυτόν, γραψίματα και εγγραφές εκπομπών για μένα. Και ήταν αυτή η βεβαιότητα πως, ναι, θα τα ξαναπούμε, πάει χαμένη σε μια μάχη άνιση με ασθένεια, που ο ίδιος πολέμησε και πάλι με αυτή τη ραφιναρισμένη του αξιοπρέπεια και το διαμαντένια κοφτερό του χιούμορ.

    Χρήστος Σιμαρδάνης
    Χρήστος Σιμαρδάνης

    Κι όμως, ακόμα η φωνή του ακούγεται σα τώρα, σα μόνιμη, σα στερεή παρουσία με όγκο γρανιτένιο, να λέει για την ματαιότητα των μικροκακιών, των φτηνοθριάμβων του χώρου και πώς αλλιώς! Στο κάτω κάτω ήταν πάντα γέννημα της Αλεξάνδρειας, εκείνης που ο μέγας Καβάφης περιέγραφε για τους ανθρώπους της πως: «…κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή, κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα, γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα— μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες»…

    Αλεξάνδρεια, ονειρεμένα ταξίδια, μπιρίμπα και μάνα – πόλη

    Καμάρωνε για την Αλεξανδρινή καταγωγή του. Κάποτε την επισκέφθηκε, ύστερα από μεγάλο πόθο να βρει χρόνο και μου λέγε για το ταξίδι σε μια μεταμεσονύκτια συζήτηση μας στα κρυφά των σοσιαλ μιντια. Ήταν τότε, που είχε ακούσει ένα αηδόνι να κελαηδάει στο κέντρο και μου χε πει «αντιστέκεται»… Σαν αυτόν. Γιατί αντιστεκόταν στην ασχήμια, στην προστυχιά, σε ότι δεν είχε ποιητικότητα, ζέστη, ιστορία, γαλάζιο ανοιχτό σαν ουρανό της Μεσογείου και κατορθώματα τέχνης. Του αρέσει που έπαιζε μπιρίμπα από νωρίς τ’ απόγευμα με τις φίλες τους, συνάδελφους του και αγαπημένες εξαιρέσεις ματαιοδοξίας, όπως η Καίτη Κωσταντίνου και η Μαρία Καβογιάννη.

    Ποτέ δε μου έκρυψε το άγχος για τη μητέρα του όσο ζούσε. Δεμένος μαζί της. Αλεξανδρινή κυρία και κείνη, έγινε ένα πόλη – μάνα κάποια στιγμή μέσα του και τα γηρατειά της μιας ήταν η απομάκρυνση από την δική του ποιητική, καβαφική ουτοπία. Την πρόσεχε, την νοιαζόταν, ανέβαλε ταξίδια και στιγμές για να ναι κοντά, όποτε χρειαστεί. Και είχε στοιχεία της μάνας και εκείνης της ανατολίτικης πόλης των ποιητών, που ποτέ του δεν χάλασε.

    Ήταν παρατηρητής, μελετητής της ανθρώπινης ύπαρξης, όλων εκείνων των μικρών, αδιόρατων στοιχείων που  συνθέτουν τη ζωή, τη κάθε μέρα, που για άλλους γλιστρούν απαρατήρητα. Και ήταν και αναλυτής, με αφετηρία του την ιστορία και τις λεπτομέρειες της, των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών του τόπου, αλλά όλα τα έδενε, ακόμα και τα πιο δυσοίωνα, όταν μιλούσε, με εκείνο το βελουδένιο ηχόχρωμα σαν αισθητική εμπειρία πολύτιμη.

    «Να είσαι περήφανος επειδή είσαι τίμιος, καλός άνθρωπος ή καλός πατέρας»

    Ήταν Ιούνιος του 2017, όταν αυτό το πλάσμα, ο Χρήστος, με την υψηλή αισθητική και εκείνη την ποιότητα που απεχθανόταν τον θόρυβο και την φτήνια έγινε είδηση για μια δήλωση του. «Την ημέρα του Gay Pride μου ζήτησαν από ραδιοφωνικό σταθμό να μιλήσω, αλλά τους είπα ότι δεν συμφωνώ. Δεν είμαι περήφανος που είμαι ομοφυλόφιλος. Κανείς δεν μπορεί να είναι περήφανος για το τι κάνει στο κρεβάτι του. Είναι σαν να λες «είμαι περήφανος που έχω αυτιά». Δεν μπορείς να είσαι περήφανος επειδή είσαι θηλαστικό ή επειδή έχεις δύο αυτιά. Περήφανος μπορείς να είσαι για χίλια δύο άλλα πράγματα. Θα μου άρεσε να νιώθω περήφανος για τον εαυτό μου για κάποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά μου. Δεν νιώθω περήφανος που είμαι gay, ούτε εσύ πρέπει να νιώθεις περήφανος που είσαι straight. Να είσαι περήφανος επειδή είσαι τίμιος, καλός άνθρωπος, ή καλός πατέρας».

    Βρόντηξαν τα πληκτρολόγια και έβγαλαν άχνισαν οι παθιασμένες λέξεις. Δε ξαναμίλησε. Είχε πει για άλλη μια φορά την αλήθεια του και αυτό ήταν και πάει. Και ονειρευόταν πάντα τα μακρινά ταξίδια, πέρα απ την Αίγυπτο, μετά την Αλεξάνδρεια, την έρημο και τους κόκκινους ουρανούς της. Τόπους αλλιώτικους και αλλόκοτους και αγνώστους.

    Ρόλους δεν ονειρευόταν έλεγε, μόνο συνεργασίες που να τον κάνουν να αγαπά και να γελάει με εκείνο το γέλιο σαν ξανθό, απογευματινό απόηχο. Ψήφιζε ΚΚΕ. Υποστήριζε τις μαρξιστικές θεωρίες που είχε διαβάσει φοιτητής, ακόμα στο Λονδίνο, όπου είχε ξεκινήσει για οικονομικά για να ανακαλύψει την άλλη οικονομία απ αυτή του μονεταρισμού, που διδασκόταν και να τα εγκαταλείψει όλα, μετά, για το πάθος του, το θέατρο, την υποκριτική και για να τελειοποιήσει τα εκφραστικά του μέσα, σπουδάζοντας στο περιβόητο Central School of Speech and Drama.

    Ήταν άθεος, ειλικρινής, έντιμος, με οξύτατο χιούμορ που όμως δεν πρόσβαλε τους άλλους. Πέρασε τα τελευταία του Χριστούγεννα σε κλινική. Δεν έκανε λόγο για την ασθένεια και τα συμπτώματα της. Δεν κλαίγονταν, δεν μεμψιμοιρούσε. Και κάποτε, τόσο ενδεικτικά για τον υψηλό αξιακό του σύστημα και το αδυσώπητο του χιούμορ είχε πει: «Σκεφτόμουν, προχθές και το έλεγα κάπου και με φτύνανε, ότι αν πεθάνω δεν έχω τίποτα να βάλω. Δεν έχω κοστούμι, φορεσιά, δεν έχω τίποτα σοβαρό»…

    Αντίο Χρήστο

    Τα social media έχουν πλημμυρίσει από φωτογραφίες του και αποχαιρετισμούς και βουρκωμένα σχολιαστικά φατσάκια! Αυτά τα «θα παίζεις τώρα στη σκηνή των αγγέλων» που σε κάθε περίπτωση ακούγονται κοινότυπα και ελαφρώς υποκριτικά, στη συγκεκριμένη περίπτωση απουσίας, έχουν να κάνουν με αληθινή θλίψη. Όλοι αγαπούσαμε τον Χρηστό. Γιατί θύμιζε την καλύτερη εκδοχή μας. Γιατί μας άρεσε η αβρότητα, η ειλικρίνεια, η ωραία φωνή, οι γνώσεις, η ευρυμάθεια, η κομψότητα του. Γιατί δεν ήταν οι ρόλοι σε θέατρο και τηλεόραση που αγαπήσαμε, ούτε η υγρασία του ηχοχρώματος του όταν εκφωνούσε τα σποτ του Μέγκα. Όχι. Ήταν ο ίδιος αυτός. Ο περίτεχνος, πολύπλοκος ευγενής Αλεξανδρινός, που περήφανα, σαν «έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος», που κράτησε και δεν γελάστηκε, δεν είπε πως «ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκε η ακοή του», αλλά πλησίασε «σταθερά προς το παράθυρο»  και με συγκίνηση, αλλά «όχι με των δειλών τα παρακάλια και τα παράπονα» μας αποχαιρέτισε, «ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου…».

    Αντίο Χρήστο…



    ΣΧΟΛΙΑ