• ΥΓΕΙΑ

    Οι παθήσεις που «περνούν»  από τη μητέρα στην κόρη


    Τα «κληροδοτήματα» της μητέρας στην κόρη είναι πολλά και αφορούν σε ένα ευρύ φάσμα. Μεταξύ αυτών και η κατάσταση της υγείας: Η υγεία της μητέρας είναι ενδεικτική για την πορεία της υγείας της κόρης, με σειρά γυναικολογικών  -μεταξύ άλλων- καταστάσεων και παθήσεων  να «περνούν» συχνά από την πρώτη στη δεύτερη.

    Είναι ευρέως γνωστό ότι γενικότερα η υγεία των γονέων είναι σε σημαντικό βαθμό ενδεικτική για την πορεία της υγείας των παιδιών τους, δεδομένου ότι φέρουν τα γονίδιά τους.  Αν κάποιος από τους δύο γονείς πάσχει από κάποια ασθένεια, η οποία σχετίζεται με τα γονίδια (κληρονομικότητα), τα παιδιά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να την αναπτύξουν, συγκριτικά με ένα άτομο που κανένας από τους γονείς του δεν πάσχει από τη συγκεκριμένη νόσο.

    Είναι, επίσης, γνωστό ότι υπάρχουν αρκετές κληρονομικές παθήσεις που κληροδοτούνται στα παιδιά (κορίτσια ή αγόρια) και από τους δύο γονείς.  Υπάρχουν, όμως, και ορισμένα προβλήματα που αφορούν μόνο τις γυναίκες. Η γνώση τους βοηθάει στην πρόληψη αλλά και στην έγκαιρη διάγνωση.

    έγκυος

    Προεκλαμψία

    Είναι μία από τις περιπτώσεις, στις οποίες θεωρείται ότι το οικογενειακό ιστορικό παίζει ρόλο. Υπάρχουν ορισμένες μελέτες που δείχνουν ότι κατά κάποιο τρόπο υπάρχει ένα είδος κληρονομικότητας. Αν η μητέρα μίας γυναίκας είχε προεκλαμψία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της τότε είναι αυξημένες οι πιθανότητες να παρουσιάσει και η κόρη το ίδιο πρόβλημα. Σύμφωνα με μελέτες, οι γυναίκες, οι οποίες γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν προεκλαμψία διατρέχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο να παρουσιάσουν προεκλαμμψία σε σύγκριση με τις γυναίκες που οι μητέρες τους δεν είχαν αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Το εντυπωσιακό είναι ότι μπορεί ακόμα και ο άντρας (γιος της γυναίκας που είχε προεκλαμψία) να μεταφέρει τον κίνδυνο στη σύζυγό του, η οποία με τη σειρά της μπορεί να εκδηλώσει την επιπλοκή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Συνιστάται στενή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

    Ενδομητρίωση

    Παρόλο που δεν είναι γνωστό το γενετικό υπόβαθρο, υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι υπεισέρχεται μία κληρονομική προδιάθεση, αφού είναι  μία από τις καταστάσεις εκείνες που εμφανίζονται περισσότερο σε γυναίκες που οι μητέρες τους είχαν αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αν μία γυναίκα έχει ενδομητρίωση θα παρουσιάσει απαραιτήτως και η κόρη της. Ωστόσο, έχει φανεί ότι διατρέχει  σχεδόν τετραπλάσιο κίνδυνο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, σε σύγκριση με τις γυναίκες που οι μητέρες τους δεν είχαν. Έλεγχος συνιστάται μόνο εφόσον υπάρχει συμπτωματολογία (δυσμηνόρροια, , ανώμαλη περίοδος κ.ά.)ή αν η γυναίκα προσπαθεί να μείνει έγκυος και δεν μπορεί.

    Δυσμηνόρροια

    Από τους γονείς μας δεν κληρονομούμε μόνο γονίδια αλλά και συμπεριφορές. Παρά το γεγονός ότι, ενώ υπάρχουν πολλές θεωρίες και απόψεις,  η δυσμηνόρροια δεν εξηγείται με βάση την κληρονομικότητα,  είναι σίγουρο ότι  μία γυναίκα επηρεάζεται από τη μητέρα της. Αν η μητέρα έχει δυσμηνόρροια είναι πολύ πιθανό να αναπτύξει και η κόρη και αυτό οφείλεται σε ψυχολογικούς λόγους. Όταν η κόρη ζει με τη μητέρα και μεγαλώνει μαζί της, μαθαίνει ότι πονάει  όταν έχει περίοδο και παρουσιάζει και εκείνη τα ίδια συμπτώματα.  Εξαιρείται η περίπτωση της ενδομητρίωσης, όπου η δυσμηνόρροια εξηγείται.

    Διαβήτης κύησης

    Σε περίπτωση που μία γυναίκα παρουσιάσει διαβήτη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, εάν αυτός δεν ρυθμιστεί σωστά,  είναι αυξημένες οι πιθανότητες να γεννήσει λιποβαρές ή υπέρβαρο παιδί. Όπως δείχνουν οι μελέτες, όταν το βάρος του νεογνού είναι κάτω από 2 ½ κιλά (λιποβαρές) ή πάνω από τα 4 ½ κιλά (υπέρβαρο)τότε έχει αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη κατά την ενήλικη ζωή του (κύησης ή τύπου ΙΙ).  Σε αυτά τα άτομα συνιστάται, εκτός από καλή διατροφή και άσκηση, τακτός περιοδικός έλεγχος με καμπύλη σακχάρου μετά την ηλικία των 30 ετών.

    Οστεοπόρωση

    Φαίνεται ότι το 50% των ασθενών με οστεοπόρωση έχουν κληρονομικότητα. Λόγω του ότι είναι μία νόσος που προσβάλλει κυρίως τις γυναίκες το πιθανότερο είναι να έχει κληροδοτηθεί από τη μητέρα.  Σε περίπτωση που μία γυναίκα έχει κληρονομικό ιστορικό οστεοπόρωσης πρέπει να κάνει μέτρηση οστικής πυκνότητας σε ηλικία 40 ετών, είτε βρίσκεται σε εμμηνόπαυση είτε όχι.  Συνιστάται επίσης πλούσια σε ασβέστιο και βιταμίνη D διατροφή καθώς και τακτική άσκηση.

    Καρκίνος μαστού

    Μία γυναίκα που η μητέρα (ή αδερφή) της έχει προσβληθεί από καρκίνο του μαστού έχει διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξει και η ίδια τη νόσο σε σύγκριση με μία γυναίκα που δεν έχει οικογενειακό ιστορικό.  Σε αυτήν την περίπτωση συνιστάται πιστή εφαρμογή των κανόνων παρακολούθησης και πρόληψης (ψηλάφιση του μαστού κάθε μήνα και μαστογραφία κάθε χρόνο από την ηλικία των 40 ετών). Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι από 2 συγγενείς 1ου βαθμού (π.χ. μητέρα και αδερφή)  που έχουν παρουσιάσει τη νόσο ο κίνδυνος της γυναίκας να την αναπτύξει και η ίδια 5πλασιάζεται.

    Στην τελευταία περίπτωση, καθώς και όταν υπάρχουν περισσότεροι συγγενείς (1ου ή 2ου βαθμού) που έχουν προσβληθεί από καρκίνο του μαστού, ειδικά σε ηλικία κάτω των 50 ετών, θα πρέπει η γυναίκα να συμβουλευτεί το γιατρό για το αν χρειάζεται να κάνει γονιδιακό έλεγχο ή όχι.  Υπάρχουν αρκετά γονίδια τα οποία συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού.  Τα πιο συνηθισμένα είναι το BRCA1 και το  BRCA2. Αν μία γυναίκα που έχει οικογενειακό ιστορικό βρεθεί ότι είναι φορέας, τότε ο δια βίου κίνδυνος να αναπτύξει τη νόσο κυμαίνεται από 50-85%%. Το 80% των κληρονομούμενων καρκίνων του μαστού οφείλονται στα συγκεκριμένα γονίδια.

    Εμμηνόπαυση

    Η ηλικία της εμμηνόπαυσης μίας γυναίκας φαίνεται ότι σχετίζεται με την αντίστοιχη ηλικία της μητέρας της και οι πιθανότητες να ταυτιστεί (στο περίπου) αγγίζουν το 30%. Αν μία γυναίκα έχει πρώιμη εμμηνόπαυση (κάτω των 40 ετών), τότε ο κίνδυνος να έχει και η κόρη της αυξάνεται. Επειδή η κατάσταση αυτή στερεί τη δυνατότητα τεκνοποίησης,  αν μία γυναίκα που η μητέρα της είχε εμμηνόπαυση νωρίτερα από την ηλικία των 40 ετών δεν έχει κάνει παιδιά, μπορεί αφενός να προγραμματίσει νωρίτερα την τεκνοποίηση (αν αυτό βέβαια προκύπτει) αφετέρου να ελέγχεται ορμονικά για να βλέπει αν οι ωοθήκες της εξακολουθούν να έχουν τις απαιτούμενες εφεδρείες.   Είναι δυνατό με μία εξέταση αίματος να γνωρίζει αν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, οι ωοθήκες της  έχουν αρκετά ωοθυλάκια.

     Καρκίνος της ωοθήκης

    Αν η μητέρα (ή η αδερφή) έχει αναπτύξει καρκίνο της ωοθήκης, τότε ο κίνδυνος να προσβληθεί μία γυναίκα από τη νόσο, είναι 3 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με μία γυναίκα που δεν έχει οικογενειακό ιστορικό και αυξάνεται όταν περισσότερα μέλη της οικογένειας  έχουν αναπτύξει την ίδια τη νόσο. Υπάρχουν αρκετά γονίδια που συνδέονται με τον καρκίνο της ωοθήκης.  Τα πιο συνηθισμένα είναι το BRCA1 και το  BRCA2, τα οποία σχετίζονται και με τον καρκίνο του μαστού. Οι γυναίκες που φέρουν αυτά τα γονίδια έχουν 15-40% πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο της ωοθήκης κάποια στιγμή στη ζωή τους. Αν στην οικογένεια έχουν νοσήσει δύο άτομα από  καρκίνο του μαστού ή της ωοθήκης, ή του μαστού και της ωοθήκης, θα πρέπει η γυναίκα να συζητήσει με το γιατρό για το αν χρειάζεται να υποβληθεί σε γονιδιακό έλεγχο ή όχι. Άλλες προληπτικές εξετάσεις πρακτικά δεν υπάρχουν.

     

     

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Αντικαρκινικές θεραπείες και γονιμότητα: Τι συνιστούν οι διεθνείς επιστημονικές εταιρείες

     

     

     

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Όταν ο θυρεοειδής στερεί τη μητρότητα

     

     

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Το «φορτίο» της μητρότητας: Η έρευνα που δικαιώνει τις απανταχού μητέρες

     

     



    ΣΧΟΛΙΑ